bachi-bouzouk
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bachi-bouzouk < τουρκική başıbozuk < οθωμανικά τουρκικά باشی بوزوق (κακό κεφάλι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bachi-bouzouk | bachi-bouzouks |
bachi-bouzouk (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
bachi-bouzouk | bachi-bouzouks |
bachi-bouzouk (fr) αρσενικό