Ετυμολογία

επεξεργασία
avvoltoio < λατινική vulturius

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

avvoltoio

  1. (πτηνό) ο γύπας
  2. (μεταφορικά) πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται τις δυστυχίες των άλλων