Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
avoir les oreilles bouchées
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
avoir les oreilles bouchées
→
δείτε
τις λέξεις
avoir
,
oreille
και
bouché
Ρηματική έκφραση
επεξεργασία
avoir les oreilles bouchées
(fr)
δεν
ακούω
ή κάνω πως δεν ακούω κάτι,
επιμένω
να κάνω κάτι, δεν
θέλω
να
καταλάβω
ne perds pas ton temps à lui expliquer,
il a les oreilles bouchées
μη χάνεις το χρόνο σου για να του εξηγείς,
δεν θέλει να καταλάβει