Ετυμολογία

επεξεργασία
avicinium < (λόγιο δάνειο) νεολατινική avicinium

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

avicinium (en)

  • (μουσική, σπάνιο)
    1. συστοιχία αυλών για εκκλησιαστικό όργανο που βυθίζονται σε λεκάνη με νερό, η οποία χρησιμεύει στην παραγωγή κελαρυστών ήχων και ήχων που μιμούνται το τιτίβισμα των πουλιών
    2. εξάρτημα αντίστοιχης λειτουργίας με το παραπάνω, που έχει χρήση σε συμφωνικές συνθέσεις παιχνιδιών (toy symphony: συμφωνία παιχνιδιών, με παιδικά όργανα), καθώς και από κυνηγούς και εκπαιδευτές πουλιών
  • «Αvicinium», στο: James Ingall Wedgwood, A Comprehensive Dictionary of Organ Stops (Λονδίνο: The Vincent Music Company, 1907), σ. 5.
  • «avicinium», στο: Rupert Hughes, Music Lover's Encyclopedia, γενική αναθεώρηση και επιμέλεια: Deems Taylor & Russell Kerr (Γκάρντεν Σίτυ, NY: Garden City Books, 1954), σελ. 556.