Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
aventure aventures

aventure (fr) θηλυκό

  1. η περιπέτεια
  2. (μεταφορικά) η ερωτική σχέση με αβέβαιο τέλος