automnal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | automnal | automnaux |
θηλυκό | automnale | automnales |
Επίθετο
επεξεργασίαautomnal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | automnal | automnaux |
θηλυκό | automnale | automnales |
automnal (fr)