Δείτε επίσης: s'autoenseigner

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

s'auto-enseigner → δείτε τις λέξεις se, auto- και enseigner

  Ρήμα επεξεργασία

s'auto-enseigner (fr)

  • (παραδοσιακή ορθογραφία) διδάσκω κάτι στον ίδιο μου τον εαυτό, μαθαίνω κάτι από μόνος μου

Άλλες γραφές επεξεργασία