Δείτε επίσης: s'auto-enseigner

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

s'autoenseigner → δείτε τις λέξεις se, auto- και enseigner

  Ρήμα επεξεργασία

s'autoenseigner (fr)

  • (ορθογραφία του 1990) διδάσκω κάτι στον ίδιο μου τον εαυτό, μαθαίνω κάτι από μόνος μου

Άλλες γραφές επεξεργασία