attroupement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- attroupement < attrouper
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attroupement | attroupements |
attroupement (fr) αρσενικό
- ο συνωστισμός, η κοσμοσυρροή
ενικός | πληθυντικός |
attroupement | attroupements |
attroupement (fr) αρσενικό