Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
attrapade attrapades

  Ουσιαστικό επεξεργασία

attrapade (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη attraper