attractor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attractor | attractors |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαattractor (en)
Συγγενικά
επεξεργασία- ο ελκυστήρας (το τρακτέρ)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- attractor στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
attractor | attractors |
attractor (en)