Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

attestable < attest + -able

  Επίθετο επεξεργασία

attestable (en)

  1. βεβαιούμενος, που δύναται να βεβαιωθεί
  2. επιβεβαιούμενος, που δύναται να επιβεβαιωθεί
  3. αιτιολογήσιμος, που δύναται να αιτιολογηθεί

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία