atrophié
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | atrophié | atrophiés |
θηλυκό | atrophiée | atrophiées |
Επίθετο επεξεργασία
atrophié (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη atrophier
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | atrophié | atrophiés |
θηλυκό | atrophiée | atrophiées |
atrophié (fr)