atrasado
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | atrasado | atrasados |
θηλυκό | atrasada | atrasadas |
atrasado (pt)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | atrasado | atrasados |
θηλυκό | atrasada | atrasadas |
atrasado (pt)