at a premium
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαat a premium (en)
- (ιδιωματισμός) στα ύψη, ακριβά, πανάκριβα, υπάρχει λίγο διαθέσιμο και είναι δύσκολο να το αποκτήσω
- ⮡ Space, in a dictionary, is at a premium.
- Ο χώρος, σε ένα λεξικό, είναι στα ύψη.
- ⮡ Space, in a dictionary, is at a premium.