premium
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
premium | premiums |
premium (en)
- το ασφάλιστρο, η ασφάλεια, ένα χρηματικό ποσό που πληρώνω μία φορά ή τακτικά για ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο
- ⮡ single/monthly/mixed/annual/reduced premiums - ενιαία/μηνιαία/μικτά/ετήσια/μειωμένα ασφάλιστρα
- ⮡ He paid the premium with express payment.
- Πλήρωσε την ασφάλεια με ταχυπληρωμή.
- το υπερτίμημα
- η ανταμοιβή