asymétrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | asymétrique | asymétriques |
θηλυκό | asymétriquee | asymétriquees |
asymétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | asymétrique | asymétriques |
θηλυκό | asymétriquee | asymétriquees |
asymétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό