astringent
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- astringent < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /as.tʁɛ̃.ʒɑ̃/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | astringent | astringents |
θηλυκό | astringente | astringentes |
astringent (fr)