assustado
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assustado | assustados |
θηλυκό | assustada | assustadas |
assustado (pt)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assustado | assustados |
θηλυκό | assustada | assustadas |
assustado (pt)