Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

assourdissement < assourdir

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
assourdissement assourdissements

assourdissement (fr) αρσενικό

  1. η πράξη του να γίνει κάποιος κουφός
  2. η ελάττωση ενός θορύβου