assourdissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- assourdissement < assourdir
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
assourdissement | assourdissements |
assourdissement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
assourdissement | assourdissements |
assourdissement (fr) αρσενικό