assouplisseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
assouplisseur | assouplisseurs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαassouplisseur (fr) αρσενικό
- προϊόν που χρησιμοποιείται στο τέλος του πλυσίματος των ρούχων για να τα κάνει πιο μαλακά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη assouplir