Ετυμολογία

επεξεργασία
arrival < arriv(e) + -al

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈɹaɪ.vəl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arrival arrivals

arrival (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άφιξη, ο ερχομός, η ενέργεια του έρχομαι
    ⮡  The fire was extinguished thanks to the timely notification and arrival of the fire department.
    Η φωτιά σβήστηκε χάρη στην έγκαιρη ειδοποίηση και άφιξη της πυροσβεστικής.
    ⮡  The arrival of swallows means that spring has come.
    Ο ερχομός των χελιδονιών σημαίνει πως έφτασε η άνοιξη.
  2. (μη μετρήσιμο) οι αφίξεις στο αεροδρόμιο
    ⮡  arrivals and departures board at the airport - πίνακας αφίξεων και αναχωρήσεων στο αεροδρόμιο
  3. η άφιξη, ένα άτομο ή ένα πράγμα που έρχεται σε ένα μέρος
    ⮡  We have many new arrivals at the hotel.
    Έχουμε πολλές νέες αφίξεις στο ξενοδοχείο.

Εκφράσεις

επεξεργασία