aritmetica
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aritmetica | aritmetice |
Ετυμολογία
επεξεργασία- aritmetica < λατινική arithmetĭca < αρχαία ελληνική ἀριϑμητική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaritmetica (it)
- (μαθηματικά) η αριθμητική
ενικός | πληθυντικός |
aritmetica | aritmetice |
aritmetica (it)