archangélique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- archangélique < εκκλησιαστική λατινική archangelicus
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aʁ.kɑ̃.ʒe.lik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
archangélique | archangéliques |
archangélique (fr) αρσενικό ή θηλυκό