ενικός         πληθυντικός  
angélique angéliques

angélique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

επεξεργασία

angélique (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
 δείτε τη λέξη  ange