Ετυμολογία

επεξεργασία
aquarelle < ιταλική acquarella < acqua

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kwa.ʁɛl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aquarelle aquarelles

aquarelle (fr) θηλυκό

  1. η υδατογραφία, η ακουαρέλα
  2. (συνεκδοχικά) πίνακας που έχει ζωγραφιστεί με την παραπάνω μέθοδο

Συγγενικά

επεξεργασία