appris
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appris | appris |
θηλυκό | apprise | apprises |
Προφορά επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
appris (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appris | appris |
θηλυκό | apprise | apprises |
appris (fr)