appenzell
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- appenzell < ελβετικό καντόνι με το ίδιο όνομα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
appenzell | appenzells |
appenzell (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) ονομασία ελβετικού τυριού
Δείτε επίσης : Appenzell |
ενικός | πληθυντικός |
appenzell | appenzells |
appenzell (fr) αρσενικό