appariement
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- appariement < apparier
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
appariement | appariements |
appariement (fr) αρσενικό
- το ζευγάρωμα, το συνταίριασμα
ενικός | πληθυντικός |
appariement | appariements |
appariement (fr) αρσενικό