ενεστώτας apologize
γ΄ ενικό ενεστώτα apologizes
αόριστος apologized
παθητική μετοχή apologized
ενεργητική μετοχή apologizing

apologize (en) (αμερικανική γραφή) και apologise (βρετανική γραφή)

  • ζητώ συγγνώμη αναγνωρίζοντας το λάθος μου, απολογούμαι
    ⮡  The least that you can do is apologize.
    Το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να ζητήσεις συγνώμη.
    ⮡  He apologized to her for being late.
    Της ζήτησε συγγνώμη που άργησε.
    ⮡  He apologized for his absence saying that…
    Απολογήθηκε για την απουσία του λέγοντας ότι…

Συγγενικά

επεξεργασία