ενικός         πληθυντικός  
antérograde antérogrades

  Επίθετο

επεξεργασία

antérograde (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. προχωρητικός, εξελικτικός
     αντώνυμα: rétrograde

Εκφράσεις

επεξεργασία