Ετυμολογία

επεξεργασία
another < an + other

  Αντωνυμία

επεξεργασία

another (en) (αόριστη αντωνυμία)

  1. άλλο, ένα ακόμα· ένα επιπλέον πράγμα ή άτομο
    ⮡  I don’t want another.
    Δε θέλω άλλο.
    ⮡  Give me another.
    Δώσε μου ένα άλλο.
     συνώνυμα: one other
  2. δεύτερος, ένα άτομο ή ένα πράγμα πολύ παρόμοιου τύπου
    ⮡  There will never be another like him.
    Δεν υπάρχει δεύτερος σαν αυτόν.

another (en)

  1. άλλος, ένα ακόμα· ένα επιπλέον πράγμα ή άτομο
    ⮡  I don’t have another child.
    Δεν έχω άλλο παιδί.
    ⮡  I don’t want another coffee.
    Δεν θέλω άλλο καφέ.
    ⮡  The bridge needs another support.
    Η γέφυρα θέλει κι άλλη στήριξη.
     συνώνυμα: one other
  2. άλλος, διαφορετικός· διαφορετικό πρόσωπο ή πράγμα
    ⮡  That is another problem.
    Αυτό είναι άλλο πρόβλημα.
    ⮡  From her marriage onwards, she became another person.
    Από το γάμο της και μετά έγινε άλλος άνθρωπος.
  3. άλλος, ένα άτομο ή ένα πράγμα πολύ παρόμοιου τύπου
    ⮡  a great talent, another Beethoven - μεγάλο ταλέντο, άλλος Μπετόβεν