anglican
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- anglican < μεσαιωνική λατινική anglicanus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
anglican | anglicans |
anglican (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | anglican | anglicans |
θηλυκό | anglicane | anglicanes |
anglican (fr)