angiografia
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
angiografia | angiografie |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.d͡ʒo.ɡraˈfi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangiografia (it) θηλυκό
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɡjɔˈɡra.fja/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangiografia (pl) θηλυκό
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒi.o.ɡɾaˈfi.ɐ/ (Βραζιλία)
- ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒju.ɡɾɐˈfi.ɐ/ (Πορτογαλία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangiografia (pt) θηλυκό
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɑŋːioˌɡrɑfiɑ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangiografia (fi)