ενικός         πληθυντικός  
angiografia angiografie

Ετυμολογία

επεξεργασία
angiografia < angio- + -grafia

Ουσιαστικό

επεξεργασία

angiografia (it) θηλυκό



ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒi.o.ɡɾaˈfi.ɐ/ (Βραζιλία)
ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒju.ɡɾɐˈfi.ɐ/ (Πορτογαλία)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

angiografia (pt) θηλυκό