Ετυμολογία

επεξεργασία

anestesiologista (pt) < από το anestesiologia + -ista < γεροντολογία

ενικός πληθυντικός
anestesiologista anestesiologistas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

anestesiologista (pt)

  Επίθετο

επεξεργασία

anestesiologista (pt) ( & anestesista)

  • ο σχετικός με την αναισθησία κατά τη χειρουργική επέμβαση