anemia
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- anemia < αρχαία ελληνική ἀν- + αἷμα + -ia
Ουσιαστικό
επεξεργασίαanemia (es)
Σύνθετα
επεξεργασία- achlorhydric anemia
- acquired hemolytic anemia
- anemic
- aplastic anemia
- autoimmune hemolytic anemia
- hemolytic anemia
- hyperchromic anemia
- hypochromic anemia
- pernicious anemia
- sickle-cell anemia
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- anemia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαanemia (es)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- anemia < αρχαία ελληνική ἀναιμία < ἀν + αἷμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
anemia | anemie |
anemia (it)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαanemia (pl) θηλυκό
- η αναιμία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαanemia (pt)
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαanemia (fi)