Ετυμολογία

επεξεργασία
amusie < αρχαία ελληνική ἀμουσία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
amusie amusies

amusie (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) απώλεια της ικανότητας που έχει κάποιος να τραγουδάει, να παίζει ή να αναγνωρίζει μια μελωδία
  2. (κατ’ επέκταση) απουσία μουσικών ικανοτήτων