Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
amnésique amnésiques

amnésique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που πάσχει από αμνησία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
amnésique amnésiques

amnésique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ασθενής που πάσχει από αμνησία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη amnésie