Ετυμολογία

επεξεργασία
ameuter < meute

ameuter (fr)

  1. βάζω σκυλιά μαζί και τα προετοιμάζω για κυνήγι
  2. υποθάλπω, υποδαυλίζω κάποια ταραχή συγκεντρώνοντας ένα πλήθος