algèbre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- algèbre < μεσαιωνική λατινική algebra < αραβική al-jabr
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
algèbre (fr) θηλυκό
- η άλγεβρα
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) κάτι που είναι δυσνόητο, «ακαταλαβίστικος»
- (μεταφορικά) λογική ανάλυση