alberghetto
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- alberghetto < υποκοριστικό του albergo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
alberghetto | alberghetti |
alberghetto (it) αρσενικό
- μικρό ξενοδοχείο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
alberghetto | alberghetti |
alberghetto (it) αρσενικό