Ετυμολογία

επεξεργασία
aileron < (άμεσο δάνειο) γαλλική aileron (μαρτυρείται από το 1909)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeɪlərɒn/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aileron ailerons

aileron (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • aileron στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. aileron, στο λεξικό Merriam-Webster
  2. ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.