ahurissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ahurissement < ahurir
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ahurissement | ahurissements |
ahurissement (fr) αρσενικό
- η κατάπληξη, το αποσβόλωμα
- η αποβλάκωση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ahurir