Ετυμολογία

επεξεργασία
ahurissement < ahurir

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ahurissement ahurissements

ahurissement (fr) αρσενικό

  1. η κατάπληξη, το αποσβόλωμα
  2. η αποβλάκωση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ahurir