Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
agrandisseur agrandisseurs

agrandisseur (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  agrandir