agrandisseur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
agrandisseur | agrandisseurs |
agrandisseur (fr) αρσενικό
- συσκευή που χρησιμεύει στη μεγέθυνση φωτογραφιών
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη agrandir
ενικός | πληθυντικός |
agrandisseur | agrandisseurs |
agrandisseur (fr) αρσενικό