agate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
agate | agates |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαagate (en)
- (ορυκτολογία) ο αχάτης
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαagate (fr) θηλυκό
- (ορυκτολογία) είδος χαλαζία, συνονθύλευμα από διάφορα είδη από διοξείδιο του πυριτίου, που γυαλίζει τέλεια και αλλάζει χρώμα
- Les agates orientales sont les plus estimées.
- agate herborisée : αχάτης μέσα στο οποίο βρίσκονται στοιχεία που θυμίζουν την όψη των δενδρυλλίων, των θάμνων ή των κλαδιών
- (τέχνη) κάθε κατασκεύασμα από αχάτη
- Un beau cabinet d’agates.
- La plus belle agate connue est celle du cabinet des antiques à la Bibliothèque nationale de paris : elle représente la glorification de Germanicus et elle a 32 centimètres de hauteur.
- εργαλείο μέσα στο οποίο βρίσκεται δεμένος ένας αχάτης και το οποίο χρησιμεύει στο μαύρισμα του χρυσού