ενεστώτας afford
γ΄ ενικό ενεστώτα affords
αόριστος afforded
παθητική μετοχή afforded
ενεργητική μετοχή affording

afford (en)

  1. (χωρίς παθητική φωνή, συνήθως χρησιμοποιείται με can, could ή be able to, ειδικά σε αρνητικές προτάσεις και ερωτήσεις) δεν έχω τη δυνατότητα να, δε διαθέτω χρήματα, δεν έχω αρκετά χρήματα για να μπορώ να αγοράσω ή να κάνω κάτι
    I can’t afford a car.
    Δεν έχω τη δυνατότητα να πάρω αυτοκίνητο.
    I’m not able to afford a new car.
    Δε διαθέτω χρήματα για καινούριο αυτοκίνητο.
    Can you (afford to) lend me a thousand euros?
    Μπορείς να μου δανείσεις χίλιες ευρώ;
  2. (χωρίς παθητική φωνή, συνήθως χρησιμοποιείται με can ή could, ειδικά σε αρνητικές προτάσεις και ερωτήσεις) δεν διαθέτω κάτι άλλο χωρίς να δημιουργήσω πρόβλημα
    I can’t afford (to take time) for a vacation this year.
    Δε διαθέτω χρόνο για διακοπές φέτος.