afford
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | afford |
γ΄ ενικό ενεστώτα | affords |
αόριστος | afforded |
παθητική μετοχή | afforded |
ενεργητική μετοχή | affording |
Ρήμα
επεξεργασίαafford (en)
- (χωρίς παθητική φωνή, συνήθως χρησιμοποιείται με can, could ή be able to, ειδικά σε αρνητικές προτάσεις και ερωτήσεις) δεν έχω τη δυνατότητα να, δε διαθέτω χρήματα, δεν έχω αρκετά χρήματα για να μπορώ να αγοράσω ή να κάνω κάτι
- ⮡ I can’t afford a car.
- Δεν έχω τη δυνατότητα να πάρω αυτοκίνητο.
- ⮡ I’m not able to afford a new car.
- Δε διαθέτω χρήματα για καινούριο αυτοκίνητο.
- ⮡ Can you (afford to) lend me a thousand euros?
- Μπορείς να μου δανείσεις χίλιες ευρώ;
- ⮡ I can’t afford a car.
- (χωρίς παθητική φωνή, συνήθως χρησιμοποιείται με can ή could, ειδικά σε αρνητικές προτάσεις και ερωτήσεις) δεν διαθέτω κάτι άλλο χωρίς να δημιουργήσω πρόβλημα
- ⮡ I can’t afford (to take time) for a vacation this year.
- Δε διαθέτω χρόνο για διακοπές φέτος.
- ⮡ I can’t afford (to take time) for a vacation this year.
Πηγές
επεξεργασία- afford - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 219, 251-252. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαθέτω, δυνατότητα