affolé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- affolé < affoler
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | affolé | affolés |
θηλυκό | affolée | affolées |
affolé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | affolé | affolés |
θηλυκό | affolée | affolées |
affolé (fr)