aeronaut
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aeronaut < (άμεσο δάνειο) γαλλική aéronaute (μαρτυρείται από το 1784)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɛəɹəˌnɔːt/ & /ˈɛɹəˌnɔt/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aeronaut | aeronauts |
aeronaut (en)