Ετυμολογία

επεξεργασία
aeronaut < (άμεσο δάνειο) γαλλική aéronaute (μαρτυρείται από το 1784)[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aeronaut aeronauts

aeronaut (en)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. aeronaut στο λεξικό Merriam-Webster