advocate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | advocate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | advocates |
αόριστος | advocated |
παθητική μετοχή | advocated |
ενεργητική μετοχή | advocating |
Ρήμα
επεξεργασίαadvocate (en)
- ενθαρρύνω, υπερασπίζω, υποστηρίζω κάτι δημόσια
ενεστώτας | advocate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | advocates |
αόριστος | advocated |
παθητική μετοχή | advocated |
ενεργητική μετοχή | advocating |
advocate (en)