ενεστώτας advocate
γ΄ ενικό ενεστώτα advocates
αόριστος advocated
παθητική μετοχή advocated
ενεργητική μετοχή advocating

advocate (en)

  • ενθαρρύνω, υπερασπίζω, υποστηρίζω κάτι δημόσια
    ⮡  I am advocating a change in one direction.
    Ενθαρρύνω αλλαγή προς μια κατεύθυνση
    ⮡  They are advocating for women’s rights.
    Υπερασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη support