adventif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- adventif < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ad.vɑ̃.tif/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adventif | adventifs |
θηλυκό | adventive | adventives |
adventif (fr)